ἁλόν

ἁλόν
ἁλίσκομαι
to be taken
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἄλον — Ἄλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλον — ἁλίσκομαι to be taken aor ind act 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὦλον — Ἄλον , Ἄλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλο — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών τής Νεοελληνικής, πρβλ. θρύψ αλο, χούφτ αλο, που προέρχεται από αρχαία και μεταγενέστερα ουσιαστικά σε αλον, πρβλ. βράχ αλον, κρότ αλον, πέτ αλον …   Dictionary of Greek

  • πηδάλιο — Βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που περιέχει τους αποστολικούς κανόνες και τους κανόνες των οικουμενικών και των τοπικών Συνόδων, καθώς και τους κανόνες της Συνόδου της Καρχηδόνας και διάφορων πατριαρχών. Όλοι οι κανόνες είναι γραμμένοι σε… …   Dictionary of Greek

  • καύκαλο — το (ΑΜ καύκαλον, Μ και καύχαλον) νεοελλ. το όστρακο τής χελώνας και το κέλυφος τών οστρακοδέρμων, το καβούκι νεοελλ. μσν. κεφάλι, κρανίο μσν. 1. το άτομο 2. το ξεροψημένο πάνω μέρος τής πίτας ή τού ψωμιού 3. το πάνω μέρος τού υποδήματος που… …   Dictionary of Greek

  • κρέμβαλον — κρέμβαλον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό τού χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. *kre b τής ΙΕ ρίζας *ker ,… …   Dictionary of Greek

  • κρόταλο — και κούρταλο, το (AM κρόταλον και κούρταλον) όργανο που αποτελείται από δύο κομμάτια μετάλλου, ξύλου, οστού ή άλλου υλικού τα οποία, όταν χτυπηθούν κατάλληλα, παράγουν ήχο κατά τον ρυθμό τού χορού («κρόταλα δὲ βρόμια διαπρύσιον ἱέντα κέλαδον… …   Dictionary of Greek

  • ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • σίαλο — και σίελο, το / σίαλον και σίελον, ΝΜΑ το σάλιο αρχ. ιξώδες και κολλώδες υγρό στις αρθρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σι τού αοριστ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σίαἱ πτύσαι (πρβλ. πτύω / φτύνω) + επίθημα αλον (πρβλ. πέτ αλον, πτύ αλον). Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”